φλόγωμα

φλόγωμα
-ώματος, το, ΝΑ [φλογῶ / -ώνω]
νεοελλ.
ερεθισμός που συνοδεύεται από ερύθημα, φλόγωση
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) η σκληρή εξωτερική επιφάνεια ψημένου ψωμιού, κόρα (II).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φλόγωμα — το, ατος κάθε τοπική φλόγωση που φαίνεται στο σώμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φλογώματα — φλόγωμα that which is overbaked neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”