φλόγωμα — το, ατος κάθε τοπική φλόγωση που φαίνεται στο σώμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φλογώματα — φλόγωμα that which is overbaked neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)